O "Καλλι-κράτης" του "χαλι-Κράτους"
Η αρχιτεκτονική της αυτοδιοίκησης ή η αρχιτεκτονική της παγκοσμιοποίησης ;
Γράφει η Χριστίνα Βασ. Μπαρμπαρούση, Οικονομολόγος, Στέλεχος Τοπικής Αυτοδιοίκησης & Δημόσιας Διοίκησης
Παλαιότερα, η ατμομηχανή της παγκόσμιας περιφέρειας, που στοχεύει στην παγκοσμιοποίηση των πάντων, δούλευε με την εγκατάσταση βιομηχανικών παραρτημάτων των πολυεθνικών εταιρειών στις υπανάπτυκτες/ αναπτυσσόμενες χώρες – στόχους, κατά την οποία αγόραζε τη γη τους, τοποθετούσε το κεφάλαιό της, χρησιμοποιούσε τον τοπικό πληθυσμό τους με πολύ φτηνά εργατικά χέρια, εγκαθιστούσε δικό της εργατικό δυναμικό, μετέφερε την τεχνογνωσία από τη χώρα – έδρα και εξήγαγε ό,τι παρήγε, απομυζώντας κάθε είδους πόρους, όπου στο ξένο έδαφος δημιουργούσε παρασιτικά. Η χώρα στόχος αποδυναμωνόταν, καθίστατο απόλυτα εξαρτώμενη από τη χώρα – ξενιστή και η χώρα – έδρα πλούτιζε, προσθέτοντας άλλο ένα κράτος – δορυφόρο στη γεωπολιτική περιφέρειά της. Σήμερα, κάνει κάτι πιο απλό : θεσπίζει νόμους μέσω των κυβερνήσεών τους.
Στο ελληνικό παράδειγμα, το σχέδιο νόμου υπ' αριθ. 3852 και την κωδική ονομασία "Πρόγραμμα Καλλικράτης" από εργαλείο για τη "νέα αρχιτεκτονική της αυτοδιοίκησης και της αποκεντρωμένης διοίκησης" έγινε εργαλείο αρχιτεκτονικής της παγκοσμιοποίησης των χωρικών οντοτήτων. Από αναπυξιακό εργαλείο των τοπικών κοινωνιών κατέστη ως "κατασκευή" ενάντια στις τοπικές κοινωνίες. Από μηχανή παραγωγής κοινωνικού κεφαλαίου έγινε μηχανή παραγωγής άχρωμων ετερόφωτων χωρικών οντοτήτων, αφού εξαλείφει κάθε ικμάδα να δράσουν μόνες τους στα πλαίσια της ενδογενούς και από κάτω προς τα άνω ανάπτυξης, αλλά ακόμα παραπέρα, αποτελεί προάγγελο ενοποίησης όλης της Ευρώπης, όπου η χώρα μας θα αποτελεί απλά μια περιφέρεια.
Κατά το φαινόμενο αυτό, μειώνει, με αποτέλεσμα να καταργεί, την τοπικότητα των μικρών χωρικών οντοτήτων (δημοτικά διαμερίσματα, τοπικά διαμερίσματα, δημοτικές κοινότητες, χωριά), καθώς τις μετατρέπει σε μέρη μεγαλύτερων χωρικών οντοτήτων, ιδιότητα των οποίων αποτελεί η φυγόκεντρος μητροπολεοποίηση (σ.σ.: στην οικονομία η εξάρτηση σημαίνει, ότι πάντα υπάρχει ένα στοιχείο, που διαρκώς απορροφάται από ένα άλλο, εξωστρεφές σύστημα, το οποίο μόνο δίνει), δηλαδή συντηρεί την απορρόφηση πόρων (φυσικών, ανθρώπινων, οικονομικών, τεχνολογικών κ.ο.κ.), που οδηγεί στην απομύζηση των εξαρτώμενων από αυτή όμορων περιφερειακών οντοτήτων. Και εφόσον οι μικρές χωρικές οντότητες αποτελούν κομμάτι μεγαλύτερων περιφερειακών οντοτήτων, υπερεθνικών, οι οποίες κι αυτές με τη σειρά τους αποτελούν κομμάτι της παγκόσμιας περιφέρειας, αστικοποιούνται σε βαθμό απορρόφησης από τις δεύτερες, όπου και προκύπτουν όλες μαζί σαν κομμάτι της παγκόσμιας χωρικής οντότητας. Σε αυτό το σημείο, παύει η αναφορά στην "ελληνική περιφέρεια" και αρχίζει η αναφορά στο γεωγραφικό εκείνο κομμάτι της Ευρώπης, ως τμήμα της ευρωπαϊκής περιφέρειας (ήτοι η Ελλάδα ως κράτος), που λογίζεται ως περιοχή – δορυφόρος του νεότευκτου "ευρωπαϊκού Κράτους". Και κατ' αυτό τον τρόπο, η τοπικότητα του χώρου χάνεται. Το χρώμα του χώρου χάνεται, η ιστορικότητα ξεφτίζει κι έτσι είναι εύκολο, εφόσον αδρανοποιείται κι αφού προηγουμένως έχει αποδομηθεί, να γίνει κομμάτι μιας παγκόσμιας περιφέρειας, την οποία η παγκοσμιοποίηση χτίζει. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό και ως "περιφερειακό πρόβλημα", το οποίο είναι πρόβλημα ανισότητας. Κι αυτό διότι, όταν δίπλα στο μεγάλο δέντρο, φυτευτεί ένα μικρότερο, την ανάπτυξη του μικρότερου δέντρου θα εμποδίσει η σκιά του μεγαλύτερου, που απορροφά ήλιο και θρεπτικές ουσίες του εδάφους καθώς καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο. Αποτέλεσμα αυτού είναι ένα μικρό ατροφικό δέντρο, που προσπαθεί μάταια να μεγαλώσει στη σκιά ενός μεγαλύτερου. Στον "Καλλικράτη" οι περιφέρειες είναι το μεγάλο δέντρο και τα χωριά είναι το μικρό ατροφικό δέντρο. Διότι, όπως είναι γνωστό στην Οικονομία, η ίδια αιτία, που παράγει ανάπτυξη σε έναν τόπο (Ευρώπη/ Ελλάδα), την ίδια στιγμή παράγει υπανάπτυξη σε έναν άλλο (ελληνική περιφέρεια/ χωριά).
Η περιφερειοποίηση απορροφά την τοπικότητα των χωριών, τα οποία χαρακτηρίζουν την ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση, δίνουν δηλαδή το λαογραφικό μας στίγμα και τα αστικοποιούν με αποτέλεσμα να χάνουν σημαντικό μέρος της τοπικής τους ταυτότητας, οδεύει δηλαδή τη χώρα προς την παγκοσμιοποίηση. Διότι, η αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση είναι η τοπικότητα, που με τον "Καλλικράτη" απορροφάται.
Επί παραδείγματι, από κτήσεως ελληνικού Κράτους, ο βαθμός της Νομαρχίας βρίσκεται σε έναν διαρκή διαλεκτικό ανταγωνισμό με την αποκέντρωση, σηματοδοτώντας την αντιπαράθεση Συγκεντρωτισμού – Τοπικισμού, που θα ακολουθούσε την αυτοδιοίκηση έως σήμερα. Το κοινό σημείο ανάμεσα στο σήμερα και το τότε αποτελεί το γεγονός, ότι το πολίτευμα δεν ήταν αυτό, που απασχολούσε, αλλά το αν συγκροτούνταν υπό καθεστώς Συγκεντρωτισμού ή Τοπικισμού. Ήδη από το έτος 1833, όπου και εισάγεται ο Νομός, θεσμοθετούνται νέα αξιώματα, όπως αυτό του βουλευτού, σαν αντίβαρα στο θεσμό του Νομάρχη. Το 1886 συμβαίνει, όπως και ίσχυε μέχρι τον απερχόμενο Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, η μετατόπιση της εκλογικής περιφέρειας στο επίπεδο του Νομού, όπου και μειώνει τον αριθμό των βουλευτών με στόχο να καταστεί η εξουσία πιο απρόσωπη. Την ίδια στιγμή, καθιερώνεται το αμετάθετο και η μονιμοποίηση των Δημοσίων Υπαλλήλων, με την παράλληλη ενίσχυση του Νομάρχη μέσα από την κατάργηση της Επαρχίας. Το 1838 ενισχύεται και πάλι ο Νομάρχης ενώ οι μετακλητοί διοικούντες αποτελούν τα μάτια και τα χέρια της Κεντρικής Διοίκησης. Το 1955 καταργούνται όλες οι Γενικές Διευθύνσεις και δίνονται περισσότερες εξουσίες στο Νομάρχη, ο οποίος τώρα ασκεί τις αρμοδιότητες των Υπουργών. Την περίοδο 1967 - 1974 η θητεία του Νομάρχη επηρεάζεται από την κομματική του ταυτότητα, αρχίζει πλέον η πολιτικοποίηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η νίκη της αποκέντρωσης στη μάχη με την αυτοδιοίκηση. Από εκεί κι έπειτα, ξεκινά η φθίνουσα πορεία του β' βαθμού αυτοδιοίκησης, με πρώτο σταθμό το 1981, όπου η εξουσία του Νομάρχη μειώθηκε, αφού το κυβερνών κόμμα απέκτησε περισσότερα δικαιώματα και από την κυβέρνηση. Και φτάνοντας στο σήμερα, όπου και εν τέλει η Νομαρχία καταργείται, εξαφανίζοντας στην ουσία ένα λαογραφικό, πολιτισμικό στοιχείο συνέχειας και ιστορικότητας του Κράτους, αλλάζοντας τον χωροταξικό χάρτη, αποσιωπώντας την αυτοδιοικητική του ταυτότητα.
Με άλλα λόγια, ο N.3852-2010 - "Πρόγραμμα Καλλικράτης" αντί να ενισχύσει τη χαμένη τοπικότητα (ήτοι πολιτική βούληση και τοπικά συμφέροντα), οδηγεί με μαθηματικά βήματα στη δημιουργία μιας μορφής, μιας βασικής έκφρασης, αυτού, που καλείται υπανάπτυξη. Δηλαδή, το λεγόμενο "περιφερειακό πρόβλημα".
Η απάντηση στη μητροπολεοποίηση του αστικού κέντρου είναι η ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας. Η παραγωγή κοινωνικού κεφαλαίου (τοπική πρωτοβουλία, συμμετοχικότητα, βούληση δικτύωσης, ανάδειξη πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, αειφορία) αποκόπτει την επεκτατική πορεία της παγκοσμιοποίησης και εγγυάται την ιστορική συνέχεια της τοπικότητας.
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα :
Η Χριστίνα Βασ. Μπαρμπαρούση είναι Οικονομολόγος με σπουδές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση & Δημόσια Διοίκηση και αντικείμενο ειδίκευσης στον Αναπτυξιακό/ Επιχειρησιακό Προγραμματισμό. Τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως σύμβουλος επιμορφωτικής υποστήριξης και επικοινωνίας υποψήφιων αιρετών, μέλος δημοτικών συλλογικών οργάνων ενώ άρθρα της για τη σύγχρονη τοπική διακυβέρνηση έχουν δημοσιευθεί στον Έντυπο και Ηλεκτρονικό Τύπο. Ασχολείται συστηματικά με θέματα συμμετοχικότητας των πολιτών στα δημόσια πράγματα, ως δημιουργός του κωακού εντευκτηρίου της κοινωνίας των πολιτών και μέλος ΜΚΟ με αντίστοιχη ενεργό δράση για την κοινωνική αειφόρο ανάπτυξη.