Γλώσσα και Πολιτική

Στήλη: Απόψεις

Tim Morgan, speech

Στο πλαίσιο του φιλοσοφικού στοχασμού και πιο συγκεκριμένα στο πεδίο της Ηθικής έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες που επιχειρούν να προσδιορίσουν τι είναι ηθικά σωστό και το πώς αξίζει να πράττουν οι άνθρωποι - ως όντα και ως μέλη μιας ορισμένης κοινωνίας/πολιτείας.

Ανατρέχοντας λοιπόν στο corpus αυτών των θεωριών προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον η λεγόμενη συγκινησιακή οπτική- που διανθίζεται από τις θέσεις του Α. Τζ. Αίερ , του Τσ. Στήβενσον και ιδίως του Τζ. Λ. ’Ωστιν. Ο αναλυτικός φιλόσοφος Τζ. Λ. Ώστιν (1911-1960) διέκρινε στη γλώσσα τις εξής βασικές λειτουργίες της : την ιδιωματική (αναφέρεται στην άρθρωση των λέξεων που συγκροτούν τις προτάσεις που εκφέρει κάποιος) , την ενδοϊδιωματική (αναφέρεται στο τι κάνει κάποιος εκφέροντας μια πρόταση-π.χ. παρομοίωση, μεταφορά, διαπίστωση) και την διαϊδιωματική (αναφέρεται στο τι σκοπεύει κάποιος με την πρόταση που εκφέρει-π.χ. νουθεσία, κριτική, απόρριψη) . Όπως όλοι οι εκπρόσωποι της αναλυτικής φιλοσοφίας ο Τζ. Λ. Ώστιν επιδίωξε να αποδείξει ότι τα σφάλματα στη φιλοσοφική (κι όχι μόνο) σκέψη οφείλονται κυρίως σε λανθασμένη χρήση της γλώσσας. Υπό αυτή την οπτική, κατά συνέπεια, εστίασε πρωτίστως στο γλωσσικό εργαλείο - δίνοντας έμφαση στην διαϊδιωματική λειτουργία του.

Παρόλο που η αναλυτική φιλοσοφική προσέγγιση συγγενεύει, αναπόφευκτα, με τον σχολαστικισμό θα πρέπει να γίνει δεκτή η συνεισφορά των θεωρητικών της συγκινησιακής οπτικής στην κατανόηση όψεων της γλωσσικής λειτουργίας. Θα πρέπει , με άλλα λόγια, να αναγνωρίσουμε ότι η διάγνωσή τους για την πρωτοκαθεδρία του συγκινησιακού νοήματος, σε προτάσεις με ηθικό περιεχόμενο, είναι όντως αξιοσημείωτη.

Με γνώμονα λοιπόν τούτη τη θέση οι εκφραστές της συγκινησιακής θεωρίας διατείνονται ότι στις ηθικές προτάσεις (π.χ.: η στάση των πολιτών στο χ-ψ-ζ θέμα είναι έντιμη ή είναι σωστή/ηθική) κυριαρχεί η λεγόμενη διαϊδιωματική λειτουργία της γλώσσας. Και επειδή οι ηθικές προτάσεις διαφέρουν ριζικά από άλλες προτάσεις (όπως είναι λόγου χάριν οι προτάσεις επιστημονικού περιεχομένου) τούτο σημαίνει ότι σε τελική ανάλυση με την εκφορά ηθικών προτάσεων αναδύεται η στάση του εκάστοτε ομιλητή , για το θέμα που πραγματεύεται. Αναπότρεπτα συνεπώς η όποια επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία (του ομιλητή για ένα θέμα) ανασύρεται- εκφράζεται λεκτικά- και διαχέεται στο νοητό πεδίο της συνομιλίας, επιδρώντας (συνειδητά ή μη) και στον εσωτερικό κόσμο των συνομιλητών. Στην πράξη λοιπόν, a fortiori, (με ακούσιο ή εκούσιο τρόπο) επηρεάζονται άμεσα οι συνομιλητές για το θέμα και μέσω της συγκινησιακής φόρτισης-που επικρατεί- δεν είναι δύσκολο να οδηγηθούν σε ποικίλες συναινέσεις. Το πόσο εύκολα ή πόσο γρήγορα μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί εξαρτάται, προφανώς, από την ικανότητα του ομιλητή-την πειστικότητά του-την επιδέξια χρήση εκρηκτικών λέξεων ή φράσεων- την ανεκτικότητα ή την αδυναμία αντιλόγου -τον βαθμό κριτικής ισχύος τού κοινού- την εκάστοτε συγκυρία κ. α.

Αυτή η ερμηνευτική οπτική είναι (προφανώς) άκρως σημαντική και για τη διερεύνηση του πολιτικού λόγου ο οποίος βρίθει από συγκινησιακή φόρτιση (συχνά σε βάρος του κριτικού νου). Γι αυτό λοιπόν χρειάζεται πράγματι την προσοχή μας ∙ πέρα όμως από τον ακαδημαϊκό σχολαστικισμό (που ενυπάρχει στην αναλυτική φιλοσοφική θεώρηση) καθώς και πέρα από τον βερμπαλισμό. Πιο συγκεκριμένα: Το λέγειν (σύμφωνα με τη συλλογιστική του Μ. Χάϊντεγκερ) είναι το όχημα με το οποίο φέρω πράγματα στην επιφάνεια ∙ συνιστά επίσης τη λεκτική αγωνιστική (όπως επισημαίνεται από τον Ζ. Φ. Λυοτάρ) με την οποία διαπλέκεται ο κοινωνικός ιστός και σχετίζονται τα μέλη μιας κοινωνίας/πολιτείας. Είναι ο κόμβος στον οποίο εκβάλλουν οι πολυσχιδείς επιθυμίες-επιδιώξεις-σκοπιμότητες και τα πολλαπλά ψυχικά ενεργήματα των ανθρώπων, διεκδικώντας να αποτυπωθούν (και) ως πολιτικός λόγος. Για όλα αυτά (και για άλλα τόσα) απαιτείται, λοιπόν, να προσέχουμε όταν ομιλούμε πολιτικά.

Εντούτοις, αυτή η προτροπή φαντάζει- σήμερα, περισσότερο από ποτέ- ως ένα ευχολόγιο χωρίς αντίκρισμα. Και μάλιστα αυτό φαίνεται να ισχύει ιδίως για εκείνους που θα άξιζε να χειρίζονται με περίσσεια φροντίδα το λόγο ∙ για εκείνους δηλαδή (πρόσωπα και φορείς) που το περιεχόμενο του λόγου τους είναι συνεχώς στο προσκήνιο της κοινωνικής ζωής (όπως είναι οι πολιτικοί, οι άνθρωποι των μέσων ενημέρωσης, οι κάθε λογής αναλυτές, ειδικοί και ομιλούντες δημόσια για τα κοινά) Τούτο δεν σημαίνει- φυσικά- πως ο πολιτικός λόγος θα πρέπει να διυλίζεται ασταμάτητα στις μυλόπετρες της τυπικότητας. Ούτε σημαίνει πως θα πρέπει να εξαντλείται σε λεπτεπίλεπτες οροθετήσεις που (συχνά) απωθούν τους πολίτες. Σαφώς κι όχι! Η γλώσσα είναι ένα «ζωντανό εργαλείο» και δεν νοείται ως ένα περίκλειστο σύστημα αφού είναι και οι εκάστοτε περιστάσεις (όπως σημείωνε ο Λ. Βιτγκενστάιν) που την επηρεάζουν - στο βαθμό που το νόημα των λέξεων εξαρτάται και από το πλαίσιο εκφοράς τους. [Για παράδειγμα είναι διαφορετική η εκφορά του πολιτικού λόγου σε κάποια ανοιχτή συνάντηση ομιλητών-ακροατών από την εκφορά του σε μια τυπικά προσδιορισμένη πολιτική συζήτηση ∙ είναι απόλυτα κατανοητό κάτι τέτοιο!] Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, minimum προϋπόθεση είναι (και θα πρέπει να είναι) η ακρίβεια στη χρήση των λέξεων ή των φράσεων που επιλέγονται για εκφορά. Διότι η ακριβής χρήση τους δεν επιτρέπει, τελικά, την κυριαρχία της διαϊδιωματικής λειτουργίας της γλώσσας ενώ συνάμα γίνεται και το πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί το πολιτικώς σκέπτεσθαι και ομιλείν. Αυτό λοιπόν είναι το καίριο ζήτημα- το οποίο χρειάζεται να το ορίσουμε και να το προσεγγίσουμε κατάματα ∙ ιδίως, μάλιστα, στις κρίσιμες μέρες μας όπου προωθούνται τόσο καθολικές και βαθιές πολιτικές αλλαγές.

Ακρίβεια είναι η πληρέστερη δυνατή απόδοση ενός όρου, μιας κατάστασης, ενός φαινομένου - ώστε να μην προκαλούνται ασάφειες και παρερμηνείες.

Τι σημαίνουν, για παράδειγμα, οι διάφορες βαρύγδουπες πολιτικές φράσεις ή/και το εξεζητημένο φρασεολόγιο με το οποίο διανθίζεται ο πολιτικός λόγος για τα τεκταινόμενα στις μέρες μας; Απαντά άραγε αυτός ο τύπος εκφοράς του λόγου στην απαίτηση για ακρίβεια και στην ανάγκη για άρση των παρερμηνειών από τους δέκτες ή μήπως αντίθετα συντείνει στην ασάφεια - για όλα όσα συμβαίνουν; Φυσικά η απάντηση σε όλα τούτα (ή σε παρόμοια) ερωτήματα εξαρτάται (κι αυτή) από την ακριβή διερεύνηση των δεδομένων καθώς κι από την τρέχουσα εμπειρία ∙ απ’ την νηφάλια δηλαδή θέαση των πραγμάτων και απ’ τη μέγιστη δυνατή αμεροληψία στη σύνθεσή τους. Εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, από το κατά πόσο οι δέκτες/πολίτες δύνανται να αξιολογήσουν έγκυρα όλους τους άμεσα σχετιζόμενους (όπως είναι οι διάφοροι πολιτικοί, οι άνθρωποι των μέσων ενημέρωσης, οι κάθε λογής αναλυτές- κι ομιλούντες δημόσια για τα κοινά) με τη διαχείριση θεμάτων της πολιτικής ζωής. Κατά πόσο-με άλλα λόγια- νοούν τον βαρυσήμαντο όρο: Ενεργός και Υπεύθυνος Πολίτης.

Είναι προφανές ότι αυτός ο όρος, δυστυχώς, δεν αποτελεί κοινόχρηστη ιδιότητα ∙ κι αυτό είναι αξιοκατάκριτο ! Εντούτοις χρειάζεται -σε αυτό το σημείο-να τονιστεί με έμφαση το εξής:

Εφόσον η απαρχή έγκειται στους εκάστοτε πολιτικούς που υπηρέτησαν (ή/και υπηρετούν) τον κεντρικό μηχανισμό του Κράτους μας (ως οι διαχειριστές της Πολιτείας ) χρειάζεται, πρωταρχικά, εκεί να στρέψουμε την προσοχή μας. Διότι εκείνοι, καταρχήν, αμέλησαν (και ακόμη αμελούν) για την ακρίβεια στο πεδίο του πολιτικού λόγου - με συνέπεια την αποστασιοποίηση των περισσοτέρων από ό, τι καλούμε «ενεργό και υπεύθυνο βίο».

Παράλληλα οι κάθε φορά θιασώτες τους (ορισμένο προσωπικό των μέσων ενημέρωσης ή/και συγκεκριμένοι ειδικοί καθώς και ομιλούντες για τα κοινά) επέτειναν (και επιτείνουν) τούτη την αμέλεια επιδιδόμενοι συχνά σε έναν φρικιαστικά ακατάληπτο λόγο σχετικά με το Τι και το Γιατί των όσων συμβαίνουν.

Και η πιο τρανή απόδειξη είναι η τωρινή στάση τους σχετικά με τις παραμέτρους που αφορούν στην κρίση που διέπει την κοινωνία μας. Στάση όντως ανεκδιήγητη η οποία δημιουργεί αβίαστα την ισχυρή άποψη ότι με όλα αυτά τα λεχθέντα επιδιώκεται ο αποπροσανατολισμός και η στοίχιση όλων μας πίσω από διλλήματα που «παγώνουν κάθε δεύτερη σκέψη» .

Άραγε είναι αναληθές, ότι όλη η ρητορική για το χρέος- το έλλειμμα- την υπανάπτυξη κ.α. είναι τέτοια που συσκοτίζει την ευθύνη όσων διακυβέρνησαν (τόσες δεκαετίες) τη χώρα μας ; Είναι αναληθές ότι το κοινωνικό τοπίο έχει μετατραπεί σε «πεδίο βολής που ασκούνται ξένοι (και ντόπιοι) φαντάροι» και ότι υποβάλλονται στα «συνήθη υποζύγια» (εργαζόμενοι και συνταξιούχοι) απανωτές φρικτές αφαιμάξεις, χωρίς κανένα ενδοιασμό- και όλα αυτά αποκαλούνται «μέτρα για τη σωτηρία μας»; Είναι ανακριβές ότι ξηλώνονται «εν μία νυκτί» δομές και δικαιώματα πολιτών σε θεσμούς όπως η υγεία, η εργασία, η ασφάλιση, η εκπαίδευση - χωρίς όμως να λέγεται τίποτα για τις υπέρογκες αμυντικές δαπάνες, για τις αδικαιολόγητες σπατάλες των πολιτικών ιθυνόντων, για το ανέλεγκτο τραπεζικό σύστημα, για τους «κάθε λογής έχοντες και κατέχοντες» που δρουν ποικιλότροπα οπουδήποτε ; Είναι αναληθές ότι «έχουμε χαθεί στη μετάφραση» από μια ισοπεδωτική εκλογίκευση και ενοχοποίηση που έντεχνα αποδίδει τα πάντα στους πάντες- χωρίς κανέναν αναλογικό επιμερισμό ευθυνών και βαρών- και αυτό αποσιωπείται;

Είναι άραγε αυτά, και άλλα τόσα, αναληθή; Πού είναι εντέλει η λεγόμενη ακρίβεια του πολιτικού λόγου- δια στόματος όσων υποχρεούνται να μιλούν με σαφήνεια στους πολίτες για τα τεκταινόμενα; Πώς και ποιός λοιπόν από τους διαχειριστές και τους θιασώτες του πολιτικού τοπίου δύναται να ψελλίσει (μετά απ’ όλα αυτά) οτιδήποτε για το δημόσιο συμφέρον- το συλλογικό όφελος- το κοινό καλό- χωρίς να χαρακτηριστεί ο λόγος του αναντίστοιχος με τα πράγματα ∙ κίβδηλος και χωρίς έρεισμα ;

Ας το σκεφτούμε καλύτερα- ας το σκεφτούμε λίγο περισσότερο!

Κι αν είναι «τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς» (όπως θα έλεγε και κάποιος οργισμένος με αυτά που λέγονται και γίνονται) άλλο τόσο (και πιο βαρύ) είναι το χρέος όλων μας στην αναζήτηση της ακρίβειας ∙ στην προοπτική δηλαδή μιας πολιτικής στάσης -από Ενεργούς και Υπεύθυνους Πολίτες- που θα αποκρούει αποτελεσματικά την αδράνεια , καθώς και την διαϊδιωματική γλώσσα της χειραγώγησης.

Σπ. Α. Γεωργίου

Κοινοποίησε αυτή τη σελίδα

FacebookMySpaceTwitter