Ποιος Συμπαραστάτης;
Γράφει η Χριστίνα Β. Μπαρμπαρούση, Στέλεχος Τοπικής Αυτοδιοίκησης & Δημόσιας Διοίκησης
Με το ν.3852/ 2010, άρθρα 77 και 179, για τη «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης − Πρόγραμμα Καλλικράτης» θεσμοθετείται για πρώτη φορά στους δήμους άνω των 20.000 κατοίκων και στις 13 Περιφέρειες το δημόσιο αξίωμα του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης.
Στην ευρωπαϊκή τοπική αυτοδιοίκηση ο θεσμός «συμπαρίσταται» στον ευρωπαίο δημότη σε όλα τα θέματα καθημερινότητας μερικές δεκαετίες από την θεσμοθέτησή του και ιδιαιτέρως στις σκανδιναβικές χώρες απολαμβάνει του κύρους και των τιμών αυτών των ανώτερων κυβερνητικών στελεχών, όπως και το δημόσιο λειτούργημα των στελεχών τοπικής αυτοδιοίκησης.
Πρόκειται για ένα εγνωσμένου κύρους δημόσιο λειτούργημα, αποσπασμένο από κομματικά κριτήρια, όπου διασφαλίζει το ακέραιο της ιδιότητάς του και το άμεμπτο του ήθους του, με σκοπό τη διαφανή και ισότιμη αντιμετώπιση των περιπτώσεων, που έρχονται στη δικαιοδοσία του. Κι αυτό, διότι, στα πλαίσια του «Τοπική Αυτοδιοίκηση και Ηθική» κινείται μεταξύ δημόσιου διαμεσολαβητή σε θέματα ποιότητας ζωής και των δικαιωμάτων του δημότη, τοπικού συνηγόρου του πολίτη σε θέματα κακοδιοίκησης σε βάρος του και ηθικού λειτουργού σε θέματα κοινωνικής εμπιστοσύνης από το δημότη προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Συνοπτικά, αντικείμενό του είναι το να επιφέρει μια ισορροπία στη δημόσια ζωή του πολίτη.
Αντίθετα, η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση ανήκει στο μοντέλο – βαρίδιο της δημόσιας διοίκησης στην Ευρώπη. Σ' αυτό, που ανήκουν χώρες – παραδείγματα προς αποφυγή, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, το οποίο και διακρίνουν τα χαρακτηριστικά του συντηρητισμού, της απουσίας προνοιακής διάθεσης, της βραδύτητας κινήσεων, του οπισθοδρομικού ακόλουθου – θεατή του σύγχρονου δημόσιου μάνατζμεντ. Γεγονός, που δημιουργεί κόντρα μεταξύ ισορροπημένου θεσμού και ανισόρροπου συστήματος, που θα υποδεχθεί το θεσμό. Επόμενα, το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι το εξής : μπορεί ο ως άνω ευρωπαϊκός θεσμός να υπάρξει στην ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση ; Μπορεί ο Έλληνας Συμπαραστάτης να παρακολουθήσει τον Ευρωπαίο Συμπαραστάτη ;
Ειδικότερα,
Ο κοινός νομοθέτης, καίτοι ιδιαίτερα εφευρετικός σε αντιφατικά νομοσχέδια, με το «Πρόγραμμα Καλλικράτης» αφενός καθιστά τη χώρα περιφέρεια του «ευρωπαϊκού κράτους», κατακερματίζοντας οποιαδήποτε ένδειξη εθνικής κυριαρχίας, συνέχειας και αυτοτέλειας και αφ' ετέρου χρησιμοποιεί έναν θεσμό – υπόδειγμα κοινωνικής εμπιστοσύνης, πρεσβευτή όλων των παραπάνω, σαν ένα ελκυστικό περιτύλιγμα βόμβας με τα πρώτα ως εκρηκτική ύλη. Αυτή η κίνηση δηλώνει ξεκάθαρα την πρόθεσή του να αποσπάσει την προσοχή από το περιεχόμενο, προχωρώντας σε κινήσεις αντιπερισπασμού, εντυπωσιασμού, αλλά και εκβιασμού ταυτόχρονα, κατά το σύστημα «μαστίγιο και καρότο».
Ο κοινός νομοθέτης με την επίκληση στον τοπικό συνήγορο του πολίτη αφ' ενός παραδέχεται την ύπαρξη συστήματος τοπικής κακο-διοίκησης και αφ' ετέρου δεν κάνει τίποτα να διαφύγει από αυτό το σύστημα διοίκησης, στο οποίο ανήκει.
Ο κοινός νομοθέτης κατάφερε ο Έλληνας Συμπαραστάτης από τη μία να εκλέγεται με κριτήρια καθολικής πολιτικοκοινωνικής αποδοχής και από την άλλη να μην μπορεί να εκλεγεί εξαιτίας αυτών των κριτηρίων. Απόδειξη, το μόλις και μετά βίας εκλεγμένο 1/12 σε επίπεδο Δήμων και το 1/4 σε επίπεδο Περιφερειών, πανελλαδικώς.
Τέλος, ο κοινός νομοθέτης υιοθετεί και επιβραβεύει το δημαρχοκεντρικό σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης, έχοντας δώσει και συνεχίζοντας να δίνει συγκεντρωτική εξουσία στο αξίωμα του δημάρχου, ενώ την ίδια στιγμή τοποθετεί απέναντί του το αντίβαρο του ελεγκτή του. Ο οποίος με όλα τα παραπάνω καταλήγει να είναι ελεγχόμενός του.
Και σ' αυτό το σημείο προκύπτει το εξής ερώτημα : στον Συμπαραστάτη ποιος θα συμπαρασταθεί ;
Τα πρόσωπα, που καλούνται να υπηρετήσουν το θεσμό, ειδικά στην πρώτη, πειραματική θητεία του, είναι μόνοι εναντίον όλων : πρωτίστως, εναντίον του καλού ή του κακού εαυτού τους. Και δευτερευόντως, εναντίον όλων των άλλων : της υφιστάμενης κατάστασης και του εθιμικού περιβάλλοντος, όπου καλούνται αρχικά να επιβιώσουν, στη συνέχεια να μπορέσουν να υπάρξουν και μετά να λειτουργήσουν το θεσμό με ήθος. Της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου δεν τους βοηθά, όπως ούτε και τα πρόσωπα, που την υπηρετούν, τα οποία και θα πρέπει οι υποψήφιοι να ξεπεράσουν. Του νομοθέτη και των ανύπαρκτων εξισορροπητικών μηχανισμών, που δεν βοηθούν, αλλά και εναντίον της «αόρατης χειρ της δικαιοσύνης», που εδώ είναι και κυριολεκτικά αόρατη. Η γειτονική ευρωπαϊκή εμπειρία δεν μεταφέρθηκε ποτέ εντός συνόρων και οι έννοιες συμμετοχικότητα – εταιρικότητα – επικουρικότητα δεν αναμένεται να κυριαρχήσουν σύντομα στην τοπική κοινωνία. Συνεπώς, ποιος θα κατανοήσει και θα υποστηρίξει στο έργο του αυτό το διχασμένο πρόσωπο ; Άρα, για ποιο «έτοιμο» να υποδεχθεί το θεσμό περιβάλλον μιλάμε ;
Και ποιος είναι διατεθειμένος να αναλάβει τον κίνδυνο, ώστε αύριο να μην χρειάζεται συμπαράσταση ούτε ο δημότης ούτε η επιχείρηση ;