Στο Καφενείο των Αθανάτων
-γράφει ο Βασίλης Ν. Πης-
Σ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΧΩΡΑ
Σ' αυτή τη χώρα όλο και κάποιος θα σε κυνηγήσει
Μονάχος πάντα θά 'βρεις ίσως μία λύση
Εσύ που γέρασες νέος με άγνωστες ορολογίες
Και τις μυστικές τους, Κυκλώπειες ομολογίες
Δεν βρίσκεις εύκολα τη βρύση
Σ' αυτή τη χώρα σηκώνεις εύκολα τα χέρια να χειροκροτήσεις
Δίχως να σκεφτείς τι άλλο να ζητήσεις
Κι ύστερα πεθαίνεις με το ζόρι
Σα γαϊδούρι που το μάθαν' να μην τρώει
Και δεν κατάλαβες πως σε δουλεύουν στις ειδήσεις
Κι εσύ χορεύεις με τον ίσκιο της ημέρας
Στο κέντρο μιας πληγής μη ξεχασμένης
Σε μια λίστα με τα ψώνια μια ημέρας πάνω στο ψυγείο
Κάτι μισόλογα εκρήγνυνται σαν όλμος στο φορείο
Σ' αυτή τη χώρα οι μέρες έρχονται σαν τρακτέρ και σε πατάνε
Οι γείτονες σταμάτησαν πια να χαιρετάνε
Εσύ που έμαθες στα Θα να επενδύεις
Για μια καλύτερη ζωή να αναδύεις
Δεν βρίσκεις εύκολα ποιοι τάχα σε ρουφάνε
Σ' αυτή τη χώρα που όλοι κι όλα μοιάζουν με Ανθυπάτους
Παρατηρώντας έντρομος όλους τους θανάτους
Εσύ που αλλιώς κάθε φορά τα λογαριάζεις
Έχεις προσέξει κάθε φορά τι θυσιάζεις
Κι όλα σου βγαίνουνε με μείον υψωμένα στο ανάστημά τους.
Σ' αυτή τη χώρα όπου τα πάντα είν' αγορασμένα
Από τον τόπο τους σαν τα σκυλιά ξεριζωμένα
Ποιος θα εκλεγεί μόνο ο πλούτος κανονίζει
Και το πληρώνει ακριβά όποιος το σατιρίζει
Εδώ που φτάσαμε πια κι είν' όλα σε υποθήκη
Κι ένας που κορόιδεψε να μην περάσει από δίκη
Και σαν να μην μπόραγε η πόλη άλλη λύπη να βαστάξει
Γιατί ότι έχτισε βαριέται να κοιτάξει
Γιατί οι φωλιές είν' λερωμένες από χρόνια
Χόρτα ξερά δεν πρασινίζουν την συμπόνια
Σίγησαν οι φωνές, τώρα κινήθηκαν τα μίση
Και από ιώδιο ο ήλιος ξέμεινε τα σύννεφα να στάξει μες στη δύση
Μέσα σ' αυτή τη βράση όλοι βυθισμένοι
Κι από τους Άρχοντες κι από όλους ξεχασμένοι
Σ 'αυτή τη χώρα σκυφτοί με το 'να χέρι να κρατάμε
Έν' Άλλο Τόπο που διψάμε για να πάμε
Εκεί που παίζουν τα παιδιά χωρίς να 'ναι φυλακισμένα
Στον ουρανό αφήνοντας μπαλόνια φουσκωμένα
Σ 'αυτή τη χώρα ....... κι από κάτω με βλέμμα αθώο να κοιτάνε.