Φόρτωμα Καρπουζιών
Αύγουστος και έρχεται της Παναγιάς. Τα καρπούζια και τα πεπόνια ωριμάζουν μέρα με τη μέρα στο χωράφι. Όταν βρίσκουμε κάποιο που κοκκινίζει και δεν προλαβαίνει να ωριμάσει, το τρώμε. Ήρθε 'διαταγή' από τον παππού μου τον Στεφάναρο.
Έτσι τον φώναζαν γιατί ήταν θεριακλής. Στους γάμους, στις μάντρες πρώτα αυτός έσερνε το χορό της σούστας. Διαφορετικά έπεφτε ξύλο. « Σε λίγες μέρες πρέπει να κόψουμε τον καρπό ». Μεθαύριο ο καπετάν- Ανδρέας θα φέρει το μπρίκι του (ιστιοφόρο με δύο κατάρτια), στο λιμάνι της Κω. Με δυο βάρκες, που θα πηγαινοέρχονται θα το γεμίσουμε τ' αμπάρι του.
Οι γάιδαροι και το μουλάρι με τα κοφίνια στα πλευρά τους, περιμένουν στην άκρη του χωραφιού. Χέρι με χέρι περνάμε τα καρπούζια για να φορτωθούν. Ύστερα τα μεταφέρουμε στο λιμάνι και τα στοιβάζουμε σε σωρούς. Έτσι πρέπει να κόβουμε από βραδύς. Από του δειλινού το φως ξεκινήσαμε.
Όλη η οικογένεια στο πόδι. Όταν πια είχε δροσίσει, ασάλευτο φως έμπαινε ανάμεσά μας, δυτικό, σαν τεντωμένος ιμάντας που μπαίνει σε σκοτεινό δωμάτιο, υπό γωνία και το φωτίζει. Τέσσερα αδέλφια ήμασταν. Ο Τάκης, η Διονυσία, ο Στέφανος, ο Χρήστος και εγώ. Η κόρη μαζί με την μάνα. « Ο άνθρωπος», μας έλεγε ο πατέρας, « είναι ίδιος χωράφι, το αυλακώνεις, το σπέρνεις και φυτρώνει ο καρπός, αν είναι καλή σοδειά».
Η μητέρα σφούγγιζε τα χέρια της στην ποδιά της και με τα πλαδαρά μπράτσα της, μας φώναζε να πάμε να φάμε, ενώ εμείς σηκώναμε το βλέμμα γέρνοντας, λίγο, το σώμα στο πλάι, σαν να κοιτούσαμε τον ουρανό, ευχαριστώντας την ημέρα που μας χάρισε το φως, την νύχτα για τη δροσιά της, τον άνεμο για τον θρεπτικό του αέρα και κάναμε το σταυρό μας και στο τέλος παίρναμε μια χουφτιά χώμα και το φιλούσαμε. Το σπίτι στο κτήμα, μονόσπιτο, με ενοίκιο, μακρόστενο με την απλωτή χωμάτινη αυλή του και το σχοινί ανάμεσα στα δέντρα για τα ρούχα της μπουγάδας. Τρείς στοίβες φτιάξαμε.
Ο πατέρας λογάριαζε τα χρέη στον μπακάλη, ο μεγάλος αδελφός ν' αγοράσει ρούχα και εγώ τα παπούτσια που τα 'χα ζητήσει από καιρό. Τ' Αυγουστιάτικο φεγγάρι στιλβώνει τη θάλασσα πέρα και τα χωράφια, ενώ στις αβραμιθιές πάνω τα τζιτζίκια ξεκινούν το πιο ακατανόητο τραγούδι τους. Το καλύβι μας, από χόρτα και βούρλα μάς προστάτευε από το αγιάζι. Το χάραμα κατεβαίνουμε στο λιμάνι με τα κοφίνια, φορτωμένα καρπούζια. Φοράμε την μαντίλα μας και είμαστε γυμνοί από τη μέση και πάνω. Χέρι με χέρι περνάμε τα καρπούζια. Μέχρι το μεσημέρι θα 'χουμε τελειώσει. « Θα σαλπάρω αμέσως για Κάσο και Αλεξάνδρεια, βιαστείτε! » φωνάζει ο καπεταν – Ανδρέας. Οι χερούκλες του, σαν κουπιά ήτανε και το μουστάκι του, περιποιημένο και φαρδύ.
Ήταν η θάλασσα ο ίδιος και το αλάτι. Μύριζε από μακριά. Τα τελευταία καρπούζια από το σωρό σπάνε και μοιραζόμαστε τα καρπουζόφυλλα. Τρώμε. Χοροπηδάμε και βουτάμε στη θάλασσα. Στο τέλος ο λογαριασμός. Το μπρίκι φορτώνει εφτά χιλιάδες οκτακόσιες οκάδες, κοντά δέκα τόνους. Κάνει να πάρουμε δύο χιλιάδες δραχμές. « Καλό ταξίδι καπετάνιε, μοσχοπουλημένα. Να μη ξεχάσεις να στείλεις τα καρπούζια στον Καβάφη. Του αρέσουν πολύ».
« Ώρα καλή σας φαμελιά. Θα ξανάρθω, τον άλλο μήνα να πάρω σταφύλια και ρόδια ».
Βασίλης Πης Από το ανέκδοτο βιβλίο Ιστορίες της πόλης
85 300 Κως
22420-22051
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.