Συμμαχία για την παιδική ηλικία: διεθνές συνέδριο
Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έτους για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την εκπαίδευση 'Steiner Waldorf' σε συνεργασία με την ουγγρική κοινότητα Waldorf και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο 'Συμμαχία για την Παιδική Ηλικία' διοργάνωσε την εκδήλωση γύρω από το θέμα «ισορροπημένη παιδική ηλικία».
Το θέμα αυτό κάλυψε το σύνολο των διαμορφωτικών ετών, από τη γέννηση μέχρι την ενηλικίωση και ήταν ένα πραγματικά διεθνές γεγονός με 18 ομιλητές από 12 χώρες και 80 συμμετέχοντες από 15 χώρες.
Το συνέδριο ασχολήθηκε με θέματα όπως η σημασία του παιχνιδιού, ο ρόλος των γονέων, οι ενήλικες γύρω από τα παιδιά, τα σύγχρονα μέσα και η επιρροή τους στα παιδιά. Κατά τις εισηγήσεις τους, οι ομιλητές τόνισαν ότι είτε συζητούμε για τα παιδιά στην Ευρώπη, είτε στις ΗΠΑ, το Ισραήλ ή τη Νότια Αφρική, τα ακόλουθα σημεία παραμένουν επίκαιρα:
• Σεβόμαστε τα παιδιά ως συνανθρώπους που φιλοδοξούν να αναπτύξουν τις ικανότητές τους;
• Ότι η ποιότητα της σχέσης του παιδιού με τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς, αποτελεί βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη του / της ως άνθρωπο στο σπίτι, στο σχολείο, ή στη χρήση των νέων ηλεκτρονικών μέσων.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου διαβάστηκε στο ακροατήριο ένα μήνυμα από τη Lívia Járóka, Ευρωβουλευτή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος της Ουγγαρίας . Στο μήνυμά της, αναφέρθηκε σε ορισμένα σημαντικά σημεία:
• «Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «ισορροπημένης παιδικής ηλικίας» είναι προφανώς η ποιότητα της εκπαίδευσης στην οποία έχουν πρόσβαση τα παιδιά. Στην Ευρώπη, ωστόσο, υπάρχουν μεγάλες ανισότητες όσον αφορά στην πρόσβαση σε σωστή εκπαίδευση, που επηρεάζουν τα παιδιά των διαφόρων ομάδων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Σε αντίθεση με άλλες μειονοτικές ομάδες, ωστόσο, όπως τα άτομα με αναπηρίες, τις γλωσσικές ή θρησκευτικές μειονότητες, ακόμα και άλλες φυλετικές και εθνοτικές ομάδες, τα εμπόδια που συναντούν τα παιδιά Ρομά στην πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση είναι ακόμη πιο απαράδεκτα λόγω της ακραίας έκτασης της φτώχειας και στέρησης που υφίστανται».
• «Η ενίσχυση της πρώιμης εκπαίδευσης των Ρομά είναι μια απαραίτητη επένδυση η οποία μακροπρόθεσμα, είναι οικονομικά επικερδής: σε έναν ορίζοντα 20-30 ετών, το κόστος για την ένταξη του πληθυσμού των Ρομά είναι πραγματικά λιγότερο από τη διατήρηση τους σε κατώτερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Τα οφέλη από την επένδυση στην εκπαίδευση - και ιδιαίτερα στην προσχολική εκπαίδευση - των παιδιών Ρομά περιλαμβάνουν την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, την αυξημένη ατομική και ευρύτερη κοινωνική παραγωγικότητα, τη μείωση των επιπέδων της φτώχειας, καθώς και την εξάλειψη των συμπεριφορών που δημιουργούν διακρίσεις και κοινωνικό αποκλεισμό».
• «Καθώς τα παιδιά των Ρομά μορφώνονται, αυξάνουν τις πιθανότητές τους να ξεπεράσουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και να γίνουν παραγωγικά μέλη του εργατικού δυναμικού. Ενώ κερδίζουν χρήματα και συμβάλλουν στον εθνικό προϋπολογισμό μέσω των φόρων και του εισοδήματος και της κατανάλωσης, αρχίζουν να επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο τους βλέπουν οι μη Ρομά , εξυπηρετώντας έτσι και ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα. Επίσης, οι Ρομά γίνονται πιο παραγωγικοί, μειώνεται το επίπεδο φτώχειας τους και γίνονται χρήσιμα μέλη της κοινωνίας, αντί απλά δικαιούχοι δημοσίων ενισχύσεων. Ο συνδυασμός της αυξημένης συνεισφοράς και των μειωμένων παροχών που καταβάλλονται από την κυβέρνηση είναι το καθαρό δημοσιονομικό όφελος για τον κρατικό προϋπολογισμό.»
Μεταξύ των τελικών συμπερασμάτων που προκύπτουν από το συνέδριο, ήταν τα εξής:
• «Εκτιμήθηκε ότι πολλά μπορούν να γίνουν για τη βελτίωση της ποιότητας της παιδικής ηλικίας στις δυτικές κοινωνίες, τα οποία θα αποτελούν θετικές εξελίξεις από πολλές απόψεις για αυτές τις κοινωνίες, αλλά για να επιτευχθεί αυτό, οι διαφορετικοί κόσμοι των πολιτικών, των φορέων χάραξης πολιτικής, των εκπαιδευτικών, των επιστημόνων και των εκπροσώπων των γονέων και των παιδιών πρέπει να αρχίσουν να συγκλίνουν».
• «Όλες αυτές οι ομάδες των ανθρώπων, λειτουργούν αυτή τη στιγμή στους διαφορετικούς κόσμους τους, αλλά οι συμμετέχοντες στο συνέδριο εκτιμούν ότι ο χρόνος έχει έρθει να δημιουργηθούν ισχυροί δεσμοί και να αρχίσουν όλοι να εργάζονται από κοινού πάνω στο θέμα. Αυτό πρέπει να γίνει σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ ξεχωριστά, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ».