Επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης
Α. ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Με το νομοσχέδιο εισάγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο θεσμός της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του φόρτου εργασίας των Δικαστηρίων και στην ταχύτερη, οικονομικότερη και επωφελέστερη επίλυση των διαφορών.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ:
· Η Διαμεσολάβηση είναι εναλλακτικός τρόπος επίλυσης της διαφοράς: δεν είναι Δικαστήριο - δεν είναι Διαιτησία.
· Τα μέρη αναζητούν συμβιβαστική λύση, σε ουδέτερο τόπο, και με τη βοήθεια τρίτου προσώπου, του Διαμεσολαβητή.
· Δεν είναι υποχρεωτική για τα μέρη.
ΡΟΛΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ:
· Διαμεσολαβητής μπορεί να γίνει Δικηγόρος με ειδική εκπαίδευση και εμπειρία. Η πιστοποίησή του γίνεται από αρμόδιο φορέα.
· Δεν υποδεικνύει/επιβάλλει λύσεις στα μέρη, δεν εκφέρει άποψη. Δεν είναι Δικαστής. Δεν είναι Διαιτητής.
· Χρησιμοποιεί ειδικές «τεχνικές» για να βοηθήσει τα μέρη να εξαλείψουν τα εμπόδια της μεταξύ τους επικοινωνίας, να συζητήσουν τα θέματα που τους απασχολούν, να λύσουν παρεξηγήσεις, να καθορίσουν τα βασικά συμφέροντα ή τις ανησυχίες τους και, εντέλει, να καταλήξουν σε κοινά αποδεκτή λύση.
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ:
· Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων:
o Καθορίζει τους όρους, προϋποθέσεις & κριτήρια για τη διαδικασία πιστοποίησης του Διαμεσολαβητή.
o Ελέγχει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών Διαμεσολάβησης.
· Γίνεται διαρκής εκπαίδευση των Διαμεσολαβητών μέσω σεμιναρίων που διοργανώνουν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι ή άλλο Κέντρο.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ:
· Αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων.
· Επίλυση διαφορών ταχύτερα & οικονομικότερα. Η διαδικασία Διαμεσολάβησης κοστίζει λιγότερο και θα είναι πιο ελκυστική οικονομικά από την προσφυγή στα Δικαστήρια.
· Ευέλικτη & γρήγορη διαδικασία - δεν υπάρχουν «κανόνες», η διαδικασία καθορίζεται από τον Διαμεσολαβητή σε συνεργασία με τα μέρη.
· Εμπιστευτική διαδικασία - τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που εκμυστηρεύεται ένα μέρος στον Διαμεσολαβητή δεν κοινοποιούνται στο άλλο μέρος, εκτός αν ο Διαμεσολαβητής ζητήσει την «άδεια» του κάθε μέρους. Ό,τι λέγεται στη Διαμεσολάβηση, δεν χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο στο Δικαστήριο.
· Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι - κερδίζουν και τα δύο μέρη.
· Η λύση διαμορφώνεται «στα μέτρα των μερών», δηλ. τα μέρη επιλέγουν τη λύση που ικανοποιούν τα αληθινά συμφέροντα τους, χωρίς να δεσμεύονται από νομικά επιχειρήματα/βάσεις.
· Αποφεύγεται η αντιδικία & διαφυλάσσονται οι επιχειρηματικές ή φιλικές σχέσεις των μερών.
· Αν η υπόθεση προχωρήσει στα Δικαστήρια, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις των μερών δεν θίγονται και η διαδικασία Διαμεσολάβησης θεωρείται «σαν να μην έγινε». Αν η Διαμεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία, τα μέρη μπορούν σε κάθε περίπτωση να προσφύγουν στα Δικαστήρια.
· Η διαδικασία είναι μη δεσμευτική. Τα μέρη συμμετέχουν με δική τους πρωτοβουλία και είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν όποτε το επιθυμούν. Εντούτοις, είναι προς το συμφέρον τους να προσεγγίσουν τη Διαμεσολάβηση με διάθεση να θέσουν τέρμα στη μεταξύ τους διαφορά.
Β. Η ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
1. Για την επίλυση διοικητικής διαφοράς, ανεξαρτήτως της σημασίας της, επιλαμβάνονται τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, το οικείο πρωτοδικείο και εφετείο, στις περισσότερες περιπτώσεις δε και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Έτσι, από την κατάθεση του σχετικού δικογράφου έως την έκδοση οριστικής απόφασης μπορεί να μεσολαβήσουν αρκετά χρόνια. Εξάλλου, η δικαστική κρίση, ακόμη και αν πρόκειται για όμοιες διαφορές, διαφοροποιείται από δικαστήριο σε δικαστήριο, συχνά δε και από το ίδιο δικαστήριο, καθώς εκδικάζονται σε διαφορετικές συνθέσεις και πολλούς σχηματισμούς. Έτσι, εκδίδονται αντίθετες αποφάσεις, οι οποίες, σε συνάρτηση και με το κρινόμενο ζήτημα, προκαλούν, εωσότου η διαφορά λυθεί οριστικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ανασφάλεια δικαίου ή κοινωνικές εντάσεις.
Προκειμένου να εκλείψουν οι καθυστερήσεις και να διασφαλιστεί η ενότητα της νομολογίας, κυρίως σε ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, που αφορούν πολλούς πολίτες, θα δίνεται η δυνατότητα ένδικα μέσα ή βοηθήματα, που κατατίθενται σε οποιοδήποτε διοικητικό δικαστήριο, να εισάγονται απευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πρωτοβουλία τόσο των διαδίκων όσο και του δικαστηρίου που υποβλήθηκαν. Έτσι, με την απόφασή του το ΣτΕ επιλύει τη διαφορά σύντομα, χωρίς τη μεσολάβηση διαδοχικών βαθμών κρίσης, δεσμεύει τους διαδίκους και χαράσσει νομολογιακή γραμμή, την οποία είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όταν κληθούν στο μέλλον να επιλύσουν ανάλογες διαφορές.
2. Τα δικαστήρια είναι αποκλειστικά αρμόδια να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων και δεν εφαρμόζουν νόμο, τον οποίο κρίνουν αντισυνταγματικό. Ανάλογα με το κρινόμενο ζήτημα, η απόφασή τους μπορεί να δημιουργήσει προσδοκίες, όπως λ.χ. στην περίπτωση της έκτακτης εισφοράς, ή ανησυχίες, εάν αφορά στην προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων. Και στις δύο περιπτώσεις, εωσότου επιλυθεί το ζήτημα προκαλείται αβεβαιότητα και ανασφάλεια δικαίου.
Με το νομοσχέδιο θα δίνεται η δυνατότητα να ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναίρεσης ή έφεση για υπόθεση που δεν έχει απασχολήσει στο παρελθόν το Συμβούλιο της Επικρατείας. Έτσι, η διαφορά επιλύεται οριστικά, χωρίς να απαιτηθεί να περάσει και από το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
3. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε τελευταίο βαθμό αιτήσεις για την αναίρεση αποφάσεων τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όταν κρίνουν διαφορές ουσίας, και εφέσεις στην περίπτωση ακυρωτικών διαφορών. Ο αριθμός των δικογράφων που κατατίθενται ετησίως είναι ιδιαίτερα μεγάλος, με αποτέλεσμα να μπλοκάρεται η λειτουργία των αρμοδίων Τμημάτων. Εφεξής δεν θα είναι ελεύθερη και χωρίς προϋποθέσεις η άσκηση ενδίκων μέσων στο ΣτΕ, αλλά θα καθιερωθεί «φίλτρο διαλογής» με τον καθορισμό αντικειμενικών κριτηρίων, η συνδρομή των οποίων και μόνον καθιστά τα ένδικα μέσα παραδεκτά. Τέτοια είναι η έλλειψη σχετικής νομολογίας, η ύπαρξη προηγούμενης ανέκκλητης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου ή η αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης στην πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
4. Υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει νέο νομικό ζήτημα που είτε έχει μείζονα σπουδαιότητα είτε τίθεται σε μεγάλο αριθμό εκκρεμών δικών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί να ζητηθεί να προσδιορίζονται κατά προτίμηση, να συζητούνται εντός τακτής, δίμηνης, προθεσμίας από την κατάθεση του δικογράφου και η απόφαση να εκδίδεται στον ίδιο χρόνο μετά τη συζήτηση. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να περιοριστεί ο αριθμός των δικών για το ίδιο νομικό ζήτημα. Πρόκειται για τον θεσμό της «πρότυπης δίκης», ο οποίος εισήχθη εδώ και δύο χρόνια αλλά δεν εφαρμόσθηκε αποτελεσματικά διότι όλο το βάρος της κίνησης των διαδικασιών σήκωνε μόνον ο Γενικός Επίτροπος των Διοικητικών Δικαστηρίων. Για την ορθή εφαρμογή της «πρότυπης δίκης» και την επαύξηση των αποτελεσμάτων της προτείνεται το σχετικό αίτημα να υποβάλουν και οι Διευθύνοντες τα Δικαστήρια, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι ή ο Υπουργός Οικονομικών.
5. Ορισμένες διοικητικές διαφορές, όπως η αναστολή της λειτουργίας επαγγελματικής εγκατάστασης ή η αφαίρεση πινακίδων και αδειών κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων για φορολογικές παραβάσεις, απαιτούν ταχεία και κατά προτεραιότητα συζήτηση. Προτείνεται, γι' αυτό, η εκδίκασή τους από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών του κατά τόπον αρμοδίου Πρωτοδικείου.
6. Οι εφέσεις κατά αποφάσεων των διοικητικών πρωτοδικείων εκδικάζονται από τα διοικητικά εφετεία. Πρόκειται για δικαστικούς σχηματισμούς, στη σύνθεση των οποίων μετέχουν τρεις δικαστές. Δεδομένων τόσο του φόρτου όσο και των σημαντικών κενών στη στελέχωση των Δικαστηρίων, προτείνεται η σύσταση μονομελών διοικητικών εφετείων, τα οποία θα εκδικάζουν κατηγορίες εφέσεων κατά αποφάσεων μονομελών πρωτοδικείων. Με τον τρόπο αυτό, εξοικονομούνται δικαστές και αυξάνεται ο αριθμός των εκδικαζόμενων υποθέσεων.
Γ. ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Προτείνεται η εισαγωγή του θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής - ποινικού συμβιβασμού που ανταποκρίνεται στη βασική επιδίωξη της ποινικής δίκης για αποκατάσταση ασφαλούς και ειρηνικού κοινωνικού βίου υπό την αιγίδα του νόμου. Η διεθνής εμπειρία από τη διαδικασία επίλυσης ποινικών διαφορών συνηγορεί υπέρ της θεσπίσεως της διαδικασίας συνδιαλλαγής - συμβιβασμού, διότι όπου εφαρμόστηκε επήλθε αποσυμφόρηση των ποινικών ακροατηρίων και παρασχέθηκε έτσι η δυνατότητα των δικαστηρίων να ασχολούνται με την ταχεία και ποιοτικά επιβαλλόμενη εκδίκαση των εγκλημάτων. Η θέσπιση αυτής της διαδικασίας επίλυσης ποινικών διαφορών υπακούει στις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά και στην αναγκαιότητα αποσυμφόρησης της σχετικής δικαστικής ύλης. Η εμπειρία από τις έννομες τάξεις εφαρμογής τέτοιων ειδικών διαδικασιών (Η.Π.Α., Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία), αποδεικνύει ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ποινικών υποθέσεων (από 60 - 86%) επιλύεται με τον τρόπο αυτό, που επιτρέπει την ικανοποιητική υλοποίηση της τακτικής διαδικασίας στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Ο θεσμός αυτός ολοκληρώνεται με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις των περιπτώσεων έμπρακτης μετάνοιας και εντελούς ικανοποίησης του ζημιωθέντα, ώστε να δημιουργείται για πρώτη φορά ένα συστηματικό και λυσιτελές μέσο εκσυγχρονισμού, βελτίωσης και επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας. Ειδικότερα:
· Στον Ποινικό Κώδικα για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και τελούνται χωρίς βία προτείνεται ρύθμιση σύμφωνα με την οποία: Ο υπαίτιος των πλημμελημάτων, που προβλέπονται στα άρθρα 372, 374Α, 375, 377 381, 382 παρ. 1, 2 περ. β και παρ. 3, 386, 386Α, 387, 388, 389, 390 392, 394, 397, 399, 400, 403, 404,.405 και 406 απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν ικανοποιήσει πλήρως το ζημιωθέντα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την καταβολή του κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας και δηλώσουν τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του.
· Στον Ποινικό Κώδικα για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος και τελούνται χωρίς βία προτείνεται ρύθμιση σύμφωνα με την οποία: Το αξιόποινο των κακουργημάτων των άρθρων 374, 375, 386, 386Α, 390 και 404 εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Ο υπαίτιος των παραπάνω πράξεων απαλλάσσεται από κάθε ποινή και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αν ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο μέχρι το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης.
· Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για κακουργήματα κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος και τελούνται χωρίς βία προτείνεται ρύθμιση σύμφωνα με την οποία: Στις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα των άρθρων 374, 375, 386, 386Α, 390 και 404 ΠΚ ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, που υποβάλλεται μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης, καλεί τον κατηγορούμενο και τον παθόντα να εμφανισθούν ενώπιόν του μετά ή διά των συνηγόρων τους για συνδιαλλαγή - συμβιβασμό. Εφόσον συνταχθεί το σχετικό πρακτικό συμβιβασμού, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος εισάγει αμέσως την υπόθεση στο τριμελές εφετείο κλητεύοντας τον κατηγορούμενο. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το πρακτικό συνδιαλλαγής- συμβιβασμού, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλει σ' αυτόν, κατ' άρθρο 79 ΠΚ, ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται και η απόφαση δεν καταχωρίζεται στο ποινικό μητρώο. Αν πρόκειται για επιβαρυντικές περιστάσεις επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών. Κατά της απόφασης δεν χωρεί έφεση.
Προτείνεται η υπαγωγή στο «φυσικό δικαστή» (Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια) των υποθέσεων ανηλίκων θυμάτων κακουργηματικών πράξεων, προς εξορθολογισμό της δικονομικής τάξης στο σημείο αυτό και παράλληλη επίσπευση της εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών, αλλά και επιτάχυνσης της διαδικασίας στα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων. Ειδικότερα:
Προτείνεται ρύθμιση σύμφωνα με την οποία: Στις υποθέσεις ανηλίκων θυμάτων των πράξεων που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος και αναφέρονται στα άρθρα 323Α, 324 και 336 έως 353 του Ποινικού Κώδικα, η ανάκριση διεξάγεται κατ' απόλυτη προτεραιότητα και περατώνεται και για τα συναφή πλημμελήματα με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικου μέσου».