Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος
Κυκλοφόρησε το 34ο τεύχος (Σεπτέμβριος 2010) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στο 34ο τεύχος δημοσιεύονται οι εξής τρεις μελέτες:
Θεόδωρος Μητράκος, Πάνος Τσακλόγλου και Ιωάννης Χολέζας: «Προσδιοριστικοί παράγοντες του ύψους των μισθών στην Ελλάδα, με έμφαση στους μισθούς των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Η μελέτη επικεντρώνεται στην εκτίμηση των αποδόσεων της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, τόσο για τους αποφοίτους των διαφόρων βαθμίδων της όσο και για επιμέρους ομοιογενείς ομάδες αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αποτελεί ουσιαστικά τη συνέχεια προηγούμενης εργασίας των συγγραφέων (βλ. Οικονομικό Δελτίο, 33ο τεύχος), η οποία είχε διαπιστώσει ότι, παρά την αύξηση της ανεργίας των πτυχιούχων τις δύο τελευταίες δεκαετίες και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά τα πρώτα έτη μετά το πέρας των σπουδών τους, η αποφοίτηση από ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε γενικές γραμμές παρέχει μια σχετική ασφάλεια κατά της ανεργίας μακροχρόνια, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις κατώτερες βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο, τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας δεν σημαίνουν από μόνα τους ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί καλή επένδυση. Για να αποφανθεί κανείς πάνω σ' αυτό το ζήτημα, θα πρέπει να γνωρίζει και τις αποδόσεις των διαφόρων βαθμίδων της εκπαίδευσης ή, διαφορετικά, τον προσδοκώμενο μισθό μετά την αποφοίτηση από συγκεκριμένα τμήματα του εκπαιδευτικού συστήματος. Όμως, κυρίως λόγω έλλειψης κατάλληλων στατιστικών δεδομένων, καμία από τις διαθέσιμες εμπειρικές μελέτες δεν επιχειρεί την εκτίμηση των (ιδιωτικών) αποδόσεων της εκπαίδευσης για επιμέρους ομοιογενείς ομάδες αποφοίτων. Αυτό το κενό επιδιώκει να καλύψει η παρούσα εργασία, χρησιμοποιώντας, παρά τις όποιες ελλείψεις τους, τα μισθολογικά δεδομένα των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ για την περίοδο 2004-2007.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι οι αποδοχές των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι σημαντικά υψηλότερες από τις αποδοχές των αποφοίτων κατώτερων βαθμίδων του εκπαιδευτικού συστήματος, αν η σύγκριση γίνει σε παρόμοιο στάδιο της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας (χρονική απόσταση από την αποφοίτηση). Ωστόσο, υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιμέρους ομάδων αποφοίτων. Ειδικότερα, οι απόφοιτοι ιατρικών και πολυτεχνικών σχολών, όπως και οι κάτοχοι τίτλων μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, απολαμβάνουν υψηλές αμοιβές ανά μονάδα εργασίας, αν και αυτό δεν συνεπάγεται πάντοτε υψηλούς «εσωτερικούς λόγους απόδοσης» σε σύγκριση με άλλες ειδικότητες. Επιπλέον, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες οι εκτιμημένες ωριαίες αποδοχές είναι υψηλότερες στο δημόσιο τομέα της οικονομίας. Πράγματι, και στα δύο φύλα, αλλά πιο έντονα μεταξύ των γυναικών, παρατηρείται απόκλιση μεταξύ των αποδοχών στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα καθώς απομακρυνόμαστε από το έτος αποφοίτησης.
Οι εκτιμημένες ωριαίες αποδοχές Ελλήνων και υπηκόων άλλων χωρών της ΕΕ δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου στην ελληνική αγορά εργασίας, ενώ είναι σημαντικά υψηλότερες από αυτές των μισθωτών με υπηκοότητα εκτός των χωρών της ΕΕ. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα διακρίσεων, μπορεί όμως και να αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι στην αγορά εργασίας δεν εκτιμώνται ιδιαιτέρως τα εκπαιδευτικά προσόντα που έχουν αποκτήσει τα άτομα αυτά, πιθανότατα στις χώρες καταγωγής τους. Σε σχέση με το βαθμό αστικότητας της περιοχής διαμονής των εργαζομένων, οι εκτιμήσεις τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες δείχνουν ότι, εφόσον όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, οι μισθοί είναι υψηλότεροι στα αστικά κέντρα και ιδίως στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης από ό,τι στις ημιαστικές και τις αγροτικές περιοχές της χώρας. Τέλος, η απασχόληση σε μικρές μονάδες συνδέεται με αρκετά σοβαρό μισθολογικό μειονέκτημα, ενώ υπάρχει έντονη διαφοροποίηση των αποδοχών μεταξύ των επιμέρους κλάδων οικονομικής δραστηριότητας.
Οι αποδόσεις της εκπαίδευσης που εξετάζονται στην παρούσα εργασία είναι ιδιωτικές αποδόσεις. Υψηλές ιδιωτικές αποδόσεις δεν συνεπάγονται αναγκαστικά και υψηλές κοινωνικές αποδόσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για να υποστηριχθεί η άποψη ότι η επένδυση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι επικερδής για την κοινωνία. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο από τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί με βεβαιότητα αν οι υψηλές ιδιωτικές αποδόσεις θα διατηρηθούν και στο μέλλον, όταν η προσφορά ειδικευμένης εργασίας θα αυξηθεί σημαντικά λόγω της παρατηρούμενης μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ταχείς ρυθμούς στη χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία.
Εν κατακλείδι, τα αποτελέσματα της ανάλυσης υποδηλώνουν ότι οι Έλληνες νέοι φαίνεται να ενεργούν απολύτως ορθολογικά ως προς τις εκπαιδευτικές επιλογές τους. Οι σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εξασφαλίζουν μακροχρόνια καλύτερα αμειβόμενη εργασία και, συνακόλουθα, ικανοποιητικές αποδόσεις – ειδικά στις σχολές και βαθμίδες όπου φαίνεται να υπάρχει μεγάλη ζήτηση από την πλευρά των υποψηφίων.
Ζαχαρίας Μπραγουδάκης και Στέλιος Παναγιώτου: «Προσδιοριστικοί παράγοντες των εισπράξεων από θαλάσσιες μεταφορές: η περίπτωση της Ελλάδος».
Η μελέτη διερευνά τους προσδιοριστικούς παράγοντες των εισπράξεων από την παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών (διαμετακομιστικό εμπόριο) στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας την περίοδο 2002-2010. Έναυσμα για τη διενέργειά της αποτέλεσε ο πρωτεύων ρόλος που διαδραματίζουν οι ναυτιλιακές εισπράξεις στην κάλυψη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος.
Τα εμπειρικά ευρήματα της μελέτης αποκαλύπτουν την ύπαρξη μιας σταθερής μακροχρόνιας σχέσης ανάμεσα στις εισροές ναυτιλιακών εισπράξεων, στο δείκτη ναύλων (ClarkSea Index) και στο υπόλοιπο των δανείων του ελληνικού τραπεζικού τομέα προς τον κλάδο της ναυτιλίας.
Συγκεκριμένα, από την ανάλυση των εμπειρικών αποτελεσμάτων της μελέτης προκύπτει περιορισμένη επίδραση 0,44 από τους ναύλους και 0,64 από το υπόλοιπο των δανείων προς τις ναυτιλιακές εισπράξεις. Δηλαδή αύξηση κατά 10% στους ναύλους συντελεί σε αύξηση των ναυτιλιακών εισπράξεων κατά 4,4%, ενώ αύξηση κατά 10% στο υπόλοιπο των δανείων των ναυτιλιακών επιχειρήσεων οδηγεί σε αύξηση των εισπράξεων κατά 6,4%.
Τα αποτελέσματα αυτά συνδέονται με τη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων της ποντοπόρου ναυτιλίας στο παγκόσμιο διαμετακομιστικό εμπόριο, καθώς και με την αυξανόμενη σημαντικότητα της ελληνικής «ναυτιλιακής συστάδας», στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο τομέας της χρηματοδότησης της ναυτιλίας.
Παράλληλα, εξετάζεται η ικανότητα που έχει το προτεινόμενο από τη μελέτη υπόδειγμα να διεξάγει προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των ναυτιλιακών εισπράξεων. O έλεγχος της εκτός δείγματος προβλεπτικής επίδοσης που πραγματοποιείται στη μελέτη παρέχει ενδείξεις υπεροχής του προτεινόμενου υποδείγματος (ως προς την προβλεπτική του ικανότητα) έναντι ενός συνόλου άλλων ανταγωνιστικών υποδειγμάτων.
Heather D. Gibson και Χιόνα Μπαλφούσια: «Επιδράσεις της ονομαστικής και πραγματικής αβεβαιότητας στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη στην Ελλάδα».
Οι επιδράσεις της ονομαστικής και της πραγματικής αβεβαιότητας στα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως είναι ο πληθωρισμός και ο ρυθμός ανάπτυξης, έχουν προσελκύσει σημαντικό ενδιαφέρον από πλευράς των ερευνητών. Το μέγεθος και η κατεύθυνση αυτών των επιδράσεων έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη χάραξη οικονομικής πολιτικής, δεδομένου ότι επιτρέπουν να διαπιστωθεί κατά πόσον θα απέφερε οφέλη ευημερίας η σταθεροποίηση όχι μόνο των επιπέδων, αλλά και της μεταβλητότητας των ρυθμών πληθωρισμού και ανάπτυξης.
Σε προηγούμενη μελέτη τους (βλ. Οικονομικό Δελτίο, τεύχος 33) οι συγγραφείς είχαν εξετάσει τη σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ονομαστικής αβεβαιότητας (όπως αυτή προσεγγίζεται μέσω εκτίμησης της μεταβλητότητας του πληθωρισμού) για την ελληνική οικονομία και είχαν διαπιστώσει ότι ο πληθωρισμός όντως επηρεάζει την ονομαστική αβεβαιότητα και, κατά συνέπεια, δημιουργεί πραγματικά κόστη για μια οικονομία. Στην παρούσα μελέτη επεκτείνουν την ανάλυσή τους εξετάζοντας και την πραγματική αβεβαιότητα (μετρούμενη αντίστοιχα μέσω της μεταβλητότητας του πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης) και την πιθανή επίδρασή της στον πληθωρισμό. Επιπρόσθετα, διερευνάται κατά πόσον η ονομαστική ή η πραγματική αβεβαιότητα επιδρά στo ρυθμό ανάπτυξης και, αν ναι, προς ποια κατεύθυνση. Τα αποτελέσματα της παρούσας ανάλυσης καταδεικνύουν σε ποιο βαθμό αυτοί που ασκούν οικονομική πολιτική θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, πέρα από τις μεταβολές στα επίπεδα των βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών, και τυχόν μεταβολές της ονομαστικής και πραγματικής αβεβαιότητας.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τόσο η ονομαστική όσο και η πραγματική αβεβαιότητα επιδρούν στο ρυθμό ανάπτυξης. Η ονομαστική αβεβαιότητα επηρέασε αρνητικά το ρυθμό ανάπτυξης στην Ελλάδα, ιδίως την περίοδο πριν από την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Όσον αφορά την πραγματική αβεβαιότητα, τα αποτελέσματα δεν είναι μονοσήμαντα. Γενικώς, υπάρχουν ενδείξεις ότι η πραγματική αβεβαιότητα επηρεάζει θετικά την ανάπτυξη, αλλά μόνο σε πολύ βραχείς χρονικούς ορίζοντες. Στην Ελλάδα πάντως και αυτή η επίδραση φαίνεται να εξαλείφθηκε μετά την ένταξη στην ΟΝΕ. Τέλος, η πραγματική αβεβαιότητα δεν φαίνεται να ασκεί επίδραση στον πληθωρισμό.
Τα αποτελέσματα συνηγορούν υπέρ της διατήρησης ενός σταθερού επιπέδου πληθωρισμού, κάτι που εξ ορισμού μειώνει την ονομαστική αβεβαιότητα. Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, την περίοδο μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ η ονομαστική αβεβαιότητα δεν φαίνεται να έχει ασκήσει επίδραση στον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο περιβάλλον σχετικά χαμηλού πληθωρισμού το οποίο διαμορφώθηκε και συνέβαλε στη συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών.
* * *
Στο 34ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης περιλήψεις των "Δοκιμίων εργασίας" τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) ο Τομέας Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Μαρτίου-Ιουνίου 2010.
Το τεύχος του Οικονομικού Δελτίου είναι διαθέσιμο και σε ηλεκτρονική μορφή στο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος: www.bankofgreece.gr