Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας: 40.000 θέσεις εργασίας χάθηκαν από τον κατασκευαστικό κλάδο σε ένα χρόνο
Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά η οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα μας βιώνει βαθειά κρίση, την μεγαλύτερη που γνώρισε τα μεταπολεμικά χρόνια. Ένας κλάδος, ο οποίος συγκροτείται από χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αγγίζει τα όρια της κατάρρευσης. Σε εξαιρετική δυσχερή θέση βρίσκεται, επίσης, ένα μεγάλο μέρος των εργοληπτικών επιχειρήσεων.
Αυτό καταγράφεται στα συμπεράσματα της Ημερίδας «Η κρίση στον τομέα της οικοδομής και των κατασκευών», την οποία οργάνωσε το ΤΕΕ και στην οποία συμμετείχαν όλοι οι φορείς που εμπλέκονται στον χώρο της οικοδομής και των κατασκευών, όπως οι κλαδικοί Σύλλογοι Μηχανικών, η ΓΣΕΕ και οι οικοδόμοι, οι φορείς των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων, των ιδιοκτητών και των κατασκευαστών κτηρίων, των εργοληπτικών οργανώσεων και των φορέων της βιομηχανίας δομικών υλικών.
Όπως τόνισε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, σύμφωνα με τα στοιχεία μελέτης της ΓΣΕΕ, από τον κλάδο των κατασκευών ο οποίος συστηματικά συνέβαλε με άμεσο και έμμεσο τρόπο με ποσοστό 15% στο ΑΕΠ και με ποσοστό 17% στην συνολική απασχόληση, έχασε τον τελευταίο χρόνο 40.000 θέσεις εργασίας.
Κοινή διαπίστωση όλων των εισηγητών είναι ότι η αγορά κατοικίας έχει αφεθεί στην τύχη της, κανένα μέτρο ενίσχυσης της ζήτησης δεν έχει ανακοινωθεί, καμία πολιτική ενίσχυσης της στεγαστικής πίστης δεν έχει εξαγγελθεί και καμία δήλωση στήριξης δεν έχει γίνει.
«Η κυβέρνηση αφού καθυστερημένα συνειδητοποίησε το μέγεθος της κρίσης που διέρχεται η οικονομία μας, αναλώθηκε σε ένα εναγώνιο φοροεισπρακτικό κυνήγι και έθεσε την οικοδομή σαν ένα εύκολο στόχο αδιαφορώντας για την επόμενη μέρα ολόκληρου του κλάδου και της εθνικής οικονομίας» τόνισε ο αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Θεόδωρος Σχινάς. «Μαζί και με τους νέους που επιβάλλονται από το νέο φορολογικό νόμο μπορεί κανείς να μετρήσει 41 φόρους πάνω στην οικοδομή» είπε.
Από την πλευρά της Οργανωτικής Επιτροπής της Ημερίδας επισημάνθηκε η συστηματική αδράνεια της πολιτείας να παρέμβει ανακουφιστικά στην αγορά των κατασκευών, ενεργοποιώντας τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ, αλλά και να χαράξει μια συνολική πολιτική απέναντι σε ένα τόσο σημαντικό κλάδο της οικονομίας. Η τραγική αναποτελεσματικότητα του πολιτικού προσωπικού και της Διοίκησης, να ενεργοποιήσουν την απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ, ενώ διανύουμε τον τέταρτο χρόνο της εφαρμογής του, υπογραμμίστηκε, είναι στην παρούσα συγκυρία έγκλημα κατά της εθνικής οικονομίας.
Κι αυτό όταν, όπως επισημάνθηκε στη διάρκεια της Ημερίδας, υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις στον τομέα των έργων υποδομής, αλλά και των κοινωνικών υποδομών, οι οποίες καθιστούν αδήριτη την αναγκαιότητα ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για τα επόμενα χρόνια, ενός προγράμματος που θα έπρεπε ήδη να έχει αρχίσει με την βοήθεια του ΕΣΠΑ.
Ως προς την οικοδομή, υπογραμμίστηκε ότι χρειάζεται νέες ιδέες και νέες προσεγγίσεις. Από το 2005 η μείωση του όγκου των νέων οικοδομών είναι συνεχής. Τα Ευρωπαϊκά στατιστικά στοιχεία καταγράφουν τη συμμετοχή των επεμβάσεων σε υφιστάμενες κατασκευές, να έχει φτάσει στο 28% του συνολικού τζίρου των κατασκευών. Είναι προφανές ότι οι ιδέες της αειφορίας χρειάζεται να ενσωματωθούν στην πρακτική του σχεδιασμού και της κατασκευής των νέων κτηρίων και των υποδομών.
Στα συμπεράσματα της Ημερίδας καταγράφηκαν από την Οργανωτική Επιτροπή οι ακόλουθες άμεσες δράσεις- διεκδικήσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να ανακουφίσουν τον κλάδο.
· Τραπεζική Χρηματοδότηση μέσω στεγαστικών δανείων. Είναι φανερό ότι είναι το πιο δραστικό και άμεσης δράσης μέτρο. Με κρατική παρέμβαση και πιθανές εγγυήσεις η επιδοτήσεις και μέσα στο πλαίσιο των τραπεζικών κριτηρίων τα οποία ίσχυσαν όλα τα προηγούμενα χρόνια, να δοθεί η δυνατότητα στην οικοδομή να ανακάμψει.
· Για τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις θα πρέπει, αντιστοίχως, να διαμορφωθεί ένα ευνοϊκό μικροοικονομικό περιβάλλον, με την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς μέσω των τραπεζών, του ΤΕΜΠΜΕ ή άλλης οδού, και την παροχή κινήτρων για αύξηση των θέσεων εργασίας.
· Δημιουργία σταθερού φορολογικού καθεστώτος. Να επανέλθουν τα αφορολόγητα όρια για την απόκτηση πρώτης κατοικίας στα προγενέστερα επίπεδα, με ταυτόχρονη άρση του πόθεν έσχες. Αντί να τιμωρούμε τους υποψήφιους αγοραστές αναζητώντας στις μικρο-αποταμιεύσεις μιας ολόκληρης οικογένειας και ζωής την φοροδιαφυγή, επειδή αδυνατούμε να τη συλλάβουμε εκεί όπου πραγματικά υπάρχει, πρέπει να θεσπιστούν κίνητρα στην αγορά πρώτης κατοικίας.
· Ως προς τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, πρέπει να δηλωθεί ρητά ότι καμιά αύξησή τους δεν πρόκειται να γίνει εντός του 2010.
· Ως άμεσο μέσο τόνωσης της ζήτησης προτείνεται η έκτακτη μείωση του φόρου μεταβίβασης κατά 50% και για έξη μήνες. Μια τέτοια πρωτοβουλία, όχι μόνο θα αναζωογονήσει τον κλάδο των οικοδομών, αλλά θα εισφέρει στο κρατικό ταμείο άμεσα έσοδα.
· Άμεση εξόφληση των συσσωρευμένων οφειλών προς τις εργοληπτικές επιχειρήσεις και έναρξη δημοπράτησης των έργων του ΕΣΠΑ.
· Άμεση εφαρμογή των Προγραμμάτων «Εξοικονόμηση Κατ’ Οίκον» για παρεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης, με άμεση οριστικοποίηση του ΚΕΝΑΚ και του Π.Δ. για τους ενεργειακούς επιθεωρητές, χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά με εκπόνηση των αναγκαίων μελετών, οι οποίες θα εγγυώνται την ποιότητα των παρεμβάσεων και την έκδοση άδειας όπου απαιτείται σύμφωνα με τη νομοθεσία. Το πρόγραμμα να συνοδευτεί από οικονομικά κίνητρα.
· Το ίδιο το κράτος οφείλει να δώσει το παράδειγμα, ξεκινώντας ένα σταδιακό μακρόχρονο πρόγραμμα ενεργειακής και αντισεισμικής αναβάθμισης δημοσίων κτηρίων. Παράλληλα, υφίσταται άμεση ανάγκη ενός προγράμματος συντήρησης και αναβάθμισης των τεχνικών έργων, κυρίως γεφυρών και της άλλης συγκοινωνιακής υποδομής. Αυτές οι δράσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τα ΕΣΠΑ, αλλά και από άλλα Ταμεία της Κοινότητας, στο βαθμό που ενσωματώνουν καινοτόμες λύσεις.
Πάντως, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας θεωρεί άμεσα αναγκαία την συμπαράταξη όλων των φορέων που μετείχαν στην Ημερίδα για την από κοινού διεκδίκηση μιας πολιτικής στήριξης του τομέα της οικοδομής και των κατασκευών. Το ΤΕΕ θα αναλάβει πρωτοβουλία τις αμέσως επόμενες ημέρες να προωθήσει τις θέσεις αυτές στους αρμόδιους Υπουργούς, καθώς πιστεύει ότι η χώρα αξίζει ένα καλύτερο μέλλον, ενώ το αύριο εξαρτάται από την ανάπτυξη, την αξιοποίηση των πόρων και του παραγωγικού της δυναμικού. Κανένα δημοσιονομικό μέτρο, τονίστηκε κατά την Ημερίδα, δεν μπορεί να έχει συνέχεια και αποτέλεσμα, αν δεν υποστηριχθεί από την δημιουργία νέου πλούτου και αξιών.