Οικονομική Παιδεία: από τα μικρά πράσινα χαρτάκια έως το δικαίωμα μας στο «χωρίς αυτά»

Δημιουργήθηκε: . Στήλη: Οικονομία

Christine B Mparmparousi

Γράφει η Χριστίνα Βασ. ΜπαρμπαρούσηΣτέλεχος Οικονομικών & Τοπικής Αυτοδιοίκησης

«Η διαδικασία με την οποία οι τράπεζες δημιουργούν το χρήμα, είναι τόσο απλή, που το μυαλό αηδιάζει.» (John Kenneth Galbraith – Οικονομολόγος)

Η ιστορία του χρήματος αρχίζει με το Παραμύθι του Χρυσοχόου, κάπως έτσι : μια φορά κι έναν καιρό, ένας χρυσοχόος, για να προστατέψει τα χρήματά του, δημιούργησε ένα χώρο φύλαξης, που ονόμασε θησαυροφυλάκιο.

Οι συνάνθρωποί του το έμαθαν και έσπευσαν να δανειστούν, έναντι αμοιβής, λίγο από το χώρο αυτό, για να προστατεύσουν και τις δικές τους οικονομίες. Ο καιρός περνούσε και ο χρυσοχόος είχε δημιουργήσει μια επιχείρηση ενοικίασης ασφαλούς χώρου από την οποία άρχισε να πλουτίζει από τα ενοίκια για τα παραχωρημένα ράφια.

Όμως ο ίδιος παρατήρησε, ότι οι συνάνθρωποι – (και πια) «πελάτες» του, δεν επισκέπτονταν ποτέ το χώρο του θησαυροφυλάκιου, για να βεβαιωθούν για τα χρήματά τους. Είχαν τη λεγόμενη καλή πίστη (πάνω στην οποία πίστη αργότερα χτίστηκε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα). Γιατί ; Διότι, ο χρυσοχόος πριν από κάθε παραχώρηση ραφιού φύλαξης, φρόντιζε να προμηθεύει τον πελάτη του με μια επιταγή ανάληψης, που η ίδια αρκούσε, ως απόδειξη κατάθεσης των χρημάτων σε αυτό και ανταλλάσσονταν από τον πελάτη του στην αγορά, σαν να ήταν αυτή η ίδια τα χρήματα, που νωρίτερα είχε φυλάξει στο θησαυροφυλάκιο...

Οι δουλειές πήγαιναν καλά, κανένας δεν ζητούσε να λάβει την αξία του χρυσού ή των οικονομιών, που έδωσε για φύλαξη, αφού όλοι πλέον επιθυμούσαν να συναλλάσσονται με τα χαρτάκια – επιταγές, που τους έδινε, και έτσι, ο χρυσοχόος υποψιασμένος, προχώρησε και στη δημιουργία μιας επιχείρησης δανεισμού των πελατών του. Έφτιαξε, λοιπόν, μια επιχείρηση τραπεζικής πίστης, στην οποία δάνειζε επιταγές ανάληψης έναντι των χρημάτων των πελατών του, που είχε στο θησαυροφυλάκιο, χωρίς ποτέ να τον ανακαλύψει κανείς. Οι επιταγές εξοφλούνταν, οι πελάτες του συναλλάσσονταν κανονικά και ο χρυσοχόος γινόταν όλο και πιο πλούσιος από τους τόκους για τα ενοίκια.

Όμως, αυτός ο προσωπικός του πλούτος άρχισε τώρα να υποψιάζει τους πελάτες του. Θεωρώντας, ότι ξοδεύει τα χρήματα των καταθετών, οι πελάτες του εξαγριωμένοι επιχείρησαν να κάνουν τη λεγόμενη «επιδρομή στην τράπεζα» (μόνο που εκεί ήταν ακόμη ένα θησαυροφυλάκιο), ώστε να διαπιστώσουν, εάν τα χρήματά τους ήταν ακόμη στα ράφια ενοικίασης. Όταν πληροφορήθηκαν τον τρόπο λειτουργίας αυτής της πρώτης τράπεζας, ζήτησαν να γίνουν και οι ίδιοι μέτοχοι στην επιχείρηση, παραχωρώντας τους ένα μερίδιο από τα κέρδη.

Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το τραπεζικό σύστημα.

Κανείς δεν γνωρίζει αν έχουν και πόσα χρήματα έχουν οι τράπεζες στα θησαυροφυλάκιά τους , παρ' όλα αυτά, ο καθένας παραχωρεί τα χρήματά του για φύλαξη και η τράπεζα τα εκμεταλλεύεται με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή, θα μπορούσε μια τράπεζα να δανείζει επιταγές για χρήματα, που ούτε καν έχει στο θησαυροφυλάκιό της... αλλά ποιος μπορεί να το εξακριβώσει, αφού κανείς δεν μπορεί να μπει στο θησαυροφυλάκιό της ;

Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η «επιδρομή στις τράπεζες» για την «τραπεζική πίστη», που χάθηκε, όπου και οδήγησε τις τοπικές κοινωνίες στην ανάδειξη μιας ανάγκης, που σχεδόν ανέθρεψε κινηματικό χαρακτήρα (και αντίστροφα) : το κίνημα του «χωρίς χρήματα». Οι σημερινές κοινωνίες ίσως να μην είναι ακόμη έτοιμες να ζήσουν με το «χωρίς», σίγουρα όμως είναι έτοιμες να ζήσουν με το «λιγότερα χρήματα». Διότι, η οικονομική παιδεία αποτελεί βασική προϋπόθεση της καταναλωτικής νοημοσύνης και το «κοινωνικό χρήμα» παράγωγό της.
Και αυτό γιατί «κοινωνικό χρήμα» και «κοινωνικό κεφάλαιο» είναι οι δύο έννοιες, που ενδυναμώνουν την τοπικότητα, την τοπική αυτάρκεια, τις τοπικές κοινωνίες, ώστε να χτυπήσουν στην καρδιά την «Επιχείρηση : Παγκοσμιοποίηση των Πάντων».

Είναι δηλ. η κοινωνική υπεραξία (= κοινωνικά αντισώματα), που παράγει ο τόπος, ο οποίος αποτελεί το κύτταρο του Κράτους και ενός Έθνους. Το «χρώμα» ενός τόπου, δηλ. το συγκριτικό πλεονέκτημά του, μπορεί να αποτελέσει μια ενεργητική παρέμβαση, που μπορεί να εξελίσσεται στο πλαίσιο των αγορών και της κοινωνίας γενικότερα, να σχετίζεται με την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης, της συμμετοχικότητας πολιτών και κοινωνικών συμπράξεων, να στηρίζεται σε μια ευρεία κοινωνική βάση, να υιοθετεί συλλογικά κριτήρια κατανομής κερδών, να αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης με το περιβάλλον και να προωθεί την κοινωνική συνοχή. Αφού η ίδια η κοινωνική υπεραξία δεν έχει την ανάγκη του πληθωρισμού, της ανεργίας και των γραφειοκρατικών μηχανισμών και αντιστέκεται σε περιπτώσεις απώλειας της εθνικής κυριαρχίας. Και σε κάθε περίπτωση δίνει το μήνυμα στη σύγχρονη ασθένεια του καταναλωτισμού, ότι οι άνθρωποι, μπορούν και χωρίς αυτόν...

Όλα δείχνουν και οδηγούν σε ένα πράγμα : η ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας προς την παραγωγή κοινωνικού κεφαλαίου (δηλ. τοπική πρωτοβουλία, συμμετοχικότητα, βούληση δικτύωσης, ανάδειξη πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, αειφορία) αποκόπτει την επεκτατική πορεία της παγκοσμιοποίησης, εγγυάται την ιστορική συνέχεια της τοπικότητας και ενισχύει τις τοπικές κοινωνίες, απομακρύνοντάς τες από τον απομονωτισμό, στον οποίο η σύγχρονη αστικοποίηση τις οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια και στατιστική επιτυχία. Οι τόποι θα εξακολουθούν να υπάρχουν, θα αυξάνονται αριθμητικά, θα μεγεθύνονται ποιοτικά και αυτό θα έχει διάρκεια.

Θα μπορούσε να μην έχει όνομα, να μην χαρακτηριστεί ως κίνημα, αλλά να φέρεται ως απλώς η ανάγκη των ανθρώπων οι τόποι να πάψουν να υποβαθμίζονται και τελικά να εξαρτώνται από τα υδροκέφαλα αστικά κέντρα, να πάψει να αποφασίζεται και να ορίζεται η διάρκεια ζωής τους από κάτι μικρά «πράσινα χαρτάκια» (όπως έχει μείνει να χαρακτηρίζονται τα χρήματα), που είναι πολύ κατώτερα του δημιουργού τους, του ανθρώπου και που πλέον ξεκάθαρα δεν υπηρετούν τη φύση των τοπικών κοινωνιών.

Ευαισθητοποιημένο χρήμα δεν υπάρχει. Υπάρχει ευαισθητοποιημένη τοπική κοινωνία.

Κοινοποίησε αυτή τη σελίδα

FacebookMySpaceTwitter