Στη Σίφνο, Σεπτέμβρη
06092010+1213 Χρυσοπηγή, Σίφνος.
Παραλλαγές αναρίθμητες οι όσες στιγμές έχω βρεθεί μέχρι το τώρα σε μια παραλία. Αναρωτιέμαι αν η βάση είμαι εγώ ή η θάλασσα.
Ποια από τις δυο μας πολλαπλασιάζεται, διαιρείται, προστίθεται ή αφαιρείται. Προεκτείνω το καλοκαίρι λίγο ακόμα δίχως ψευδαισθήσεις ότι θα έχει happy end στο τελείωμά του. Είναι όπως όταν κολυμπάς για αρκετή ώρα , μόλις αποφασίσεις να βγεις προς τη παραλία, ο μηχανισμός σου ολάκερος επιστρατεύεται ώστε να εκπληρωθεί ο σκοπός. Τότε γιατί πριν λίγο, μόλις οι πατούσες ακούμπησαν την άμμο στον πυθμένα, ένοιωσα σαν αμέτρητες βελόνες να τσιμπάνε το μυαλό; Η αμμουδιά έχει αστερόσκονη σκορπισμένη, σιδηροπυρίτης αλλιώς. Σαν ένας θυμωμένος άνθρωπος να έσπασε μέσα στη χούφτα του όλες τις ανάγκες του σ΄ ένα μόλις ανοιγόκλειμα των βλεφάρων του. Ψάξε στις τσέπες σου, ίσως βρεις κάτι να γυαλίζει.
07092010+1331 Βαθύ, Σίφνος.
Γουρλωμένα τα μάτια στο σκοτάδι εξερεύνησαν την άγνωστη διαδρομή. Ένας φακός κεφαλής και οι σκιές μας. Γύρω νύχτα, πέτρες, θυμάρι, αστέρια άπειρα. Ο προορισμός, το πανηγύρι στον άγιο Σώστη, που τύφλα να έχει ο διάβολος. Σε κάθε κοτρόνα, αυτοσχέδιο σκαλοπάτι, άγριο θάμνο, να μετράς κι από μία αμαρτία ή ενοχή σου. Νομίζω χθες κατά κάποιο τρόπο εξαϋλώθηκε το βαρύ φορτίο. Δίχως περιττά αντικείμενα, μόνο τα άνετα μαλακά ρούχα και το μαυρισμένο δαχτυλίδι με τη λευκή πνοή πάνω του. Όταν φτάσαμε στο προαύλιο χώρο του ξωκλησιού, ο αέρας μου φάνηκε πιο χαμηλότονος, σαν άντρας που εκπνέει βαθιά και κουρασμένα. Κάθισα στο πεζούλι, από το μικρό διπλανό οίκημα ένα βιολί κι ένα λαούτο πάλευαν με φάλτσα νησιώτικα. Η αφιλοξενία σαν χαστούκι στη μούρη εν αντιθέσει με τα παλαμάκια επιβραβεύσεως από ένα παλληκάρι μόλις κατεβήκαμε το τελευταίο κομμάτι της δυσκολοπρόσβατης διαδρομής. Το ότι δεν νοστάλγησα παρελθόν με ξαφνιάζει σήμερα. Ξεφυσώ ανακουφισμένα τώρα, ο πρίγκιπας που θέλει πυξίδα, τον μεταμορφώνει αυτόματα σε βάτραχο. Αν δεν αντέχεις να αφήνεσαι στο πηγαίο ένστικτό σου, δεν πας στο γεροΣώστη λέω ΄γω!
07092010+1652 Χρυσοπηγή, Σίφνος.
Siesta στην παραλία με το στομάχι τίγκα στις τελευταίες για ετούτο το χρόνο καλοκαιρινές γεύσεις. Ώστε με λαχτάρα να γευτώ το καρπούζι όταν ξαναρθεί η εποχή του. Εστιάζω στο λευκό εδώ κι αρκετή ώρα, ίσως ασυνείδητα από το χθες. Η χαρτοπετσέτα, η πέρλα, το κορδόνι, το βότσαλο, το ξωκλήσι, το φανάρι, τα νύχια, το χαρτί, το είναι μου (βρε λες να υποψιάστηκε επιτέλους και δαύτο;), τα σεντόνια στο δωμάτιο να μη ξεχάσω πάνω απ' όλα. Ή μάλλον, πρώτα από όλα, η αφετηρία. Στις πτυχές του ψαχούλεψα για να βρω απομεινάρια από τα ήδη ξεχασμένα όνειρα. Μειδίασα όταν κατάλαβα ότι η ζεστασιά που ακόμα είχαν πάνω τους, είχε κάτι από εσένα (τί κι αν το δημιούργησε η σφαίρα της φαντασίας μου;). Το άφησα, με το μαξιλάρι λοξό και τις τρεις πτυχές του σεντονιού, σαν σκηνή από έγκλημα. Αυτόπτης μάρτυρας, θύμα και δολοφόνος, μαζί. Φεύγοντας έκλεισα σιγανά τη πόρτα, μη και ξυπνήσουν άλλες σκέψεις. Μία πάντως ξεγλίστρησε από τη χαραμάδα, της είπα να με περιμένει να τη βρω αργότερα.
ν.κ.